Κιμμερίων

Κιμμερίων
Κιμμέριοι
the Crimea
masc gen pl
Κιμμέριος
the Crimea
fem gen pl
Κιμμέριος
the Crimea
masc/neut gen pl
Κιμμερικός
the Crimea
fem gen pl
Κιμμερικός
the Crimea
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Киммерия (значения) — Киммерия может означать: Киммерия  в античной историографии название северных областей известной тогда Ойкумены, в частности, территории Северного Причерноморья и Приазовья (современные Крымский полуостров, южные области Украины, Ростовская… …   Википедия

  • CIMMERII — I. CIMMERII populi Asiae gemini; Alii qur ex Scythia venerunt, habitantes circa Bosphorum, abipsis Cimmer ium appellatum. In Taurica Chersoneso, quae cum tractu adiacente olim Cimmeria dicta est; Post Scythia Europaea, seu parva, nunc Tartaria… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HIPPOMOLGI — pop. ab equis mulgendis sic dicti. Dionys. Perieg. v. 309. Ε῎νθα Μελαγχαῖνοί τε καὶ ἀνέρες ἱππημολγοὶ. Populi sunt Scythiae. Epitheton hocce Homerus Mysis attribuit, inquit Nicodemus Frischlin. Sed fallitur, nam poeta gentem aliquam peculiarem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κερβέριοι — Κερβέριοι, οἱ (Α) [Κέρβερος] κωμική ονομασία τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική αναφορά προς τον Κέρβερο …   Dictionary of Greek

  • Σκύθες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη νότια Ρωσία και τον οποίο γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που δίνει ο Ηρόδοτος στο 4o βιβλίο του, καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται από τις ακτές της Μαύρης θάλασσας ως την …   Dictionary of Greek

  • φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… …   Dictionary of Greek

  • Αλυάττης — (617 – 560 π.X.).Βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας του Κροίσου. Διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Κιμμερίων, των Μήδων, των Ιώνων κ.ά. Στην εποχή του το κράτος των Λυδίων έφτασε στο απόγειο της ακμής του, ενώ ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

  • Άρδυς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους ηγεμόνες των Λυδών, γιος του Σαδυάττη, από τον οίκο των Ηρακλειδών (8ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του βασιλιά της Λυδίας Γύγη, ιδρυτή της δυναστείας των Μερμναδών (679 630 π.Χ.). Επιχείρησε να… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίνος — (7ος αι. π.Χ.). Ο αρχαιότερος ελεγειακός ποιητής. Γεννήθηκε και έζησε στην Έφεσο της Ιωνίας, σε μια περίοδο βαρβαρικών επιδρομών στη Μικρά Ασία. Στο μοναδικό αλλά σχετικά μεγάλο απόσπασμά του που είναι γνωστό, προτρέπει τους συμπολίτες του να… …   Dictionary of Greek

  • Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”